κοσμογενείᾳ

κοσμογενείᾳ
κοσμογενείᾱͅ , κοσμογένεια
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοσμογένεια — κοσμογένεια, ἡ (ΑM) η δημιουργία τού κόσμου, η κοσμογονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + γένεια (< γενής < γένος), πρβλ. ανδρο γένεια, οικο γένεια] …   Dictionary of Greek

  • κοσμογένεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμογενείας — κοσμογενείᾱς , κοσμογένεια fem acc pl κοσμογενείᾱς , κοσμογένεια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμογένειαν — κοσμογένεια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Thamyris — THAMỸRIS, idis, Gr. Θάμυρις, ίδος, (⇒ Tab. XIV.) Philammons und der Argiope, einer Nymphe, Sohn, aus Thracien. Apollod. l. I. c. 3. §. 3. Einige nennen seine Mutter Arsios. Didym. ad Hom. Il. Β. v. 595. Er war sehr schön von Gestalt, und ein… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”